- Βαυαρία
- ηομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας: Η μπίρα της Βαυαρίας είναι φημισμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
Σουστρίς — (Sustris). Επώνυμο Ολλανδών καλλιτεχνών. 1. Λαμπέρτ. Ζωγράφος (Άμστερνταμ 1520 – Βενετία 1580). Τελειοποίησε τη ζωγραφική του όταν ήταν στη Βενετία, όπου ζωγράφιζε νωπογραφίες με μυθικά και βιβλικά θέματα. Από το 1548 έως το 1552 παρέμεινε στη… … Dictionary of Greek
Άμπελ, Καρλ φον — (Karl von Abel, 1788 – 1859). Βαυαρός πολιτικός και νομομαθής. Ο Ά. έπαιξε αξιόλογο ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας κατά τα πρώτα στάδια της βασιλείας του Όθωνα. Αυτός και ο οικονομολόγος Κάρλ Γκρένερ αποτελούσαν αναπληρωματικά μέλη της τριμελούς… … Dictionary of Greek
Βίτελσμπαχ — (Wittelsbach).Βασιλικός οίκος της Βαυαρίας, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1180 έως το 1918. Οι Β. πήραν το όνομά τους από ένα φρούριο κοντά στο Άουγκσμπουργκ.Η αρχή του οίκου ανάγεται στον 10o αι. Το 1120, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Ε’ παραχώρησε … Dictionary of Greek
Λοβέρδος — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας της Κεφαλονιάς. Αναφέρεται και με το επώνυμο Λογέρδος ή Λουέρδος. Η οικογένεια Λ. εμφανίστηκε στην Κεφαλονιά μετά το 1262 και αναφέρεται στη Χρυσή Βίβλο του νησιού, επειδή τα μέλη της είχαν τον τίτλο του κόμη.… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… … Dictionary of Greek